- μεσοβασιλείαν
- μεσοβασιλείᾱν , μεσοβασιλείαinterregnumfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσοβασιλεία — η (Α μεσοβασιλεία) 1. το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στον θάνατο ή την εκθρόνιση ενός βασιλιά και στην ενθρόνιση ενός άλλου («τὸ δὲ σχῆμα τοῡτο τῆς ἀρχῆς μεσοβασιλείαν Ῥωμαῑοι καλοῡσιν», Πλούτ.) 2.συνεκδ. η κοινωνικοπολιτική κατάσταση… … Dictionary of Greek